
Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι στις αρχές της Οργιώδους Δεκαετίας του 1920, συνάντησε τους σπουδαιότερους σχεδιαστές μόδας της εποχής – Balenciaga, Schiaparelli, Madame Agnès – και οι φωτογραφίες της πλημμύρισαν τα ταμπλόιντ και τα περιοδικά μόδας σε Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία και Ιταλία· το Vogue και το Harper’s Bazaar διαγκωνίζονταν για να εξασφαλίσουν φωτογραφίες της.
Φωτογράφισε και κλασικούς και πρωτοπόρους του χορού, όπως τη Lizica Codreanu. Το τολμηρό πορτρέτο της ολόγυμνης Anita Berber μαζί με τον χορευτή Sebastian Drosten χρονολογείται από εκείνη την περίοδό της.
Ακολούθησε η σκιά της Κατοχής από τους Ναζί και η απαγόρευση καλλιτεχνικής παραγωγής από Εβραίους. Με μια νέα φορητή Rolleiflex, σε αποστολή των Ηνωμένων Εθνών, δημιούργησε μια σειρά για τους καταυλισμούς προσφύγων στην Αυστρία, στρέφοντας τον φακό της σε κουρασμένα από τον πόλεμο πρόσωπα.
Υποχρεώθηκε να φύγει από τη Γαλλία και επέστρεψε μετά το τέλος του πολέμου. Κατεστραμμένη οικονομικά και χωρίς εξοπλισμό, άρχισε να υλοποιεί το πιο εντυπωσιακό πρότζεκτ της καριέρας της: «Πήγε στα σφαγεία του Παρισιού και φωτογράφισε πεθαμένα ζώα με έναν άνευ προηγουμένου τρόπο. Δεν υπήρχε πρόθεση να είναι σοκαριστικές, στρατευμένες ή ντοκουμενταρίστικες οι φωτογραφίες της. Η πρόθεσή της ήταν πιο καλλιτεχνική» εξηγεί ο Julien Prade, επικεφαλής του Lieux d’Art et d’Histoire του Μονπελιέ.
Από ανάγκη και σε ηλικία 60 χρονών άρχισε πάλι στο Παρίσι την επαγγελματική δραστηριότητά της. «Έχω ξοδέψει τόσα χρήματα, έχω επενδύσει τόσο πολύ στις ιδέες μου, οπότε έπρεπε να επιστρέψω στα πορτρέτα, τουλάχιστον εν μέρει, απλά για τα λεφτά» είχε γράψει σε φιλικό πρόσωπο το 1954.
Πηγή: stereanews.gr