Η Στερεά Ελλάδα είναι γεμάτη από παραδόσεις την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς όπου όλα τα νοικοκυριά δίνουν ιδιαίτερη σημασία. Τα γιορτινά έθιμα της Στερεάς Ελλάδας αρχίζουν από την παραμονή των Χριστουγέννων και ολοκληρώνονται μετά την Πρωτοχρονιά. Ξεκινούν με τη «χοιροσφαγή» και φτάνει μέχρι το «πάντρεμα της φωτιάς» και το «σπάσιμο του ροδιού». Τα περισσότερα έθιμα συνοδεύονται με γλέντι, κάλαντα και αρκετά μεγάλο τελετουργικό.
Την παραμονή των Χριστουγέννων στα χωριά της Λαμίας «παντρεύουν» τη φωτιά. Ένα ξύλο κομμένο από δέντρο με αρσενικό όνομα (π.χ. πλάτανος) που συμβολίζει το νοικοκύρη κι ένα κομμένο από θηλυκό δέντρο (π.χ. κερασιά) ως σύμβολο της νοικοκυράς. Τα ξύλα τοποθετούνται σταυρωμένα στο τζάκι.
Ο νοικοκύρης, αφού ανάψει τη φωτιά, τη «σταυρώνει» τρεις φορές και ρίχνει πάνω της κόκκινο κρασί και λάδι.
Επιχειρώντας να ερμηνεύσουν τον ήχο που προκαλείται από τα φλεγόμενα κλωνάρια, καθώς και τη φλόγα που δημιουργείται, οι γυναίκες κάνουν προβλέψεις για τη μελλοντική σοδειά και την ευτυχία της οικογένειας.
Σε κάποιες περιπτώσεις, τα νέα παιδιά τοποθετούν το αντίστοιχο κλωνάρι (αρσενικό ή θηλυκό) στο τζάκι κι αφού παρατηρήσουν ποιο θα παραδοθεί πιο γρήγορα στις φλόγες, προβλέπουν ποιος θα έχει τον πιο σύντομο γάμο.
Σπούρνι
Σε πολλές περιοχές της Φωκίδας και της Ευρυτανίας υπάρχει το έθιμο με το “ σπούρνι”. Η λέξη «σπούρνι» προέρχεται από το ρήμα «σπέρνω».
Ο πρώτος επισκέπτης που μπαίνει στο σπίτι με τον νέο χρόνο, κάνει δηλαδή ποδαρικό, πρέπει να κάνει και το «σπούρνι». Παίρνει ένα κλαράκι, κάθεται σταυροπόδι μπροστά στο τζάκι και χτυπώντας τη φωτιά λέει, «σπούρνι αυγά», «σπούρνι πρόβατα», «σπούρνι γελάδια», κ.α. Ευχές δηλαδή, ώστε να έχει το σπιτικό όλα τα καλά!
Πρόκειται για ένα πρωτοχρονιάτικο έθιμο της Βόρειας Φθιώτιδας. Οι ντιβιτζήδες ντύνονται με προβιές και φορούν στο κεφάλι το καούκι που είναι καπέλο και μάσκα μαζί, είναι φτιαγμένο από «κιτσιά» (αρνίσιο μαλλί), στολισμένο με καθρεφτάκια (για τον εξορκισμό των πνευμάτων) και πολύχρωμες κορδέλες. Στη θέση των δοντιών έχουν «αρμάθες» από ξερά φασόλια. Στη μέση και τα πόδια φορούν μικρά κουδουνάκια που δημιουργούν θόρυβο όταν χορεύουν ή τσακώνονται. Στα χέρια κρατούν το «τοπούζ» (ξύλινο ρόπαλο) το οποίο χτυπούνε χάμω εκβιάζοντας, κατά κάποιον τρόπο, τη γονιμότητα της γης.
Η καμήλα είναι μια ξύλινη κατασκευή σκεπασμένη με «τσόλι» (υφαντό από τραγίσιο μαλλί), με έναν μακρόστενο λαιμό από προβιά, όπως και το κεφάλι της, με κρεμασμένα πολλά μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια (τούτσα).
Ο θόρυβος των κουδουνιών, καθώς η καμήλα κουνιέται, συντελεί στο ξύπνημα της φύσης από τη χειμωνιάτικη νάρκη. Η καμήλα στερεώνεται με ζωνάρια δεμένα σταυρωτά πάνω στο ανθρώπινο σώμα και ζυγίζεται με τέχνη για να μη γέρνει και κουράζει τον «καμιλτζή». Οι ντιβιτζήδες, η καμήλα, ο γκαϊντατζής ή ο φιουρτζής (παίζει φλογέρα) συνοδεύουν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τις σάρτες (χορωδίες) από σπίτι σε σπίτι.
«Βασιλόψωμο» και οι «Βασιλοκουλούρες»
Τρώγονται ανήμερα του Αγίου Βασιλείου, αφού από τον Αϊ Βασίλη πήρε το όνομά του. Σε ορισμένες περιοχές, εκτός από αλεύρι οι νοικοκυρές βάζουν μέσα ρεβίθι αλεσμένο ή ακόμη και ντόπιο καλαμπόκι.
Βάζουν μέσα βασιλικό και μυρωδικά και πάνω του δημιουργούν διάφορα σχήματα και παραστάσεις, οι οποίες έχουν σχέση με την καθημερινότητα. Αφορούν είτε στην παραγωγή και τα χωράφια, είτε στην υγεία και τα ακίνητα, είτε στην οικογένεια.
Μετά το ψήσιμό του είναι έτοιμο να κοπεί, την ώρα του φαγητού, το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς.
Τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, στα χωριά της Στερεάς Ελλάδας, γίνεται το λεγόμενο «τάισμα» της βρύσης. Οι κοπέλες του χωριού, λίγες ώρες πριν ξημερώσει Χριστούγεννα, πηγαίνουν στις βρύσες του χωριού και τις αλείφουν με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και όπως γλυκό είναι το μέλι, έτσι γλυκιά να είναι και η ζωή τους. Μ’ αυτή την κίνηση παίρνουν από τη βρύση το «αμίλητο» νερό.
Για να έχουν καλή σοδειά έφερναν στη βρύση βούτυρο, τυρί, ή ψημένο σιτάρι ή κλαδί ελιάς, ή όσπρια και φρόντιζαν να φτάσουν εκεί όσο το δυνατόν νωρίτερα, γιατί, όπως έλεγαν, όποια θα πήγαινε πρώτη στη βρύση, αυτή θα στεκόταν και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο.
Επιστρέφοντας στο σπίτι, οι γυναίκες, έφερναν το καινούργιο νερό, αφού πρώτα είχαν αδειάσει από τα βαρέλια τους το παλιό. Η διαδικασία αυτή της μετάβασης και της επιστροφής στη βρύση, γίνεται σιωπηλά- για αυτό και ονομάστηκε αμίλητο νερό. Με το «αμίλητο» νερό οι γυναίκες ραντίζουν τα σπίτια τους, για ευρωστία και καλή τύχη.
Στα ορεινά χωριά της δυτικής Φθιώτιδας συναντάς έναν χοίρο σε κάθε σπίτι. Ήταν πάντα θέμα αρχοντιάς, κοινωνικής και οικονομικής επιφάνειας. Η προετοιμασία για τη σφαγή τους ξεκινά πολύ νωρίς αφού οι νοικοκυρές είναι υποχρεωμένες να βρουν πλέον γανωματή για να γανώσουν (να κασιτερώσουν) τα οικιακά σκεύη που είναι αναγκαία για την χοιροσφαγή. Τώρα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά.
Οι παρέες έγιναν μικρότερες και τα πράγματα έχουν περισσότερο απλοποιηθεί. Η χοιροσφαγή παραμένει ολόκληρη τελετουργία, αφού είναι απαραίτητο να υπάρχει φωτιά, κάρβουνο και λιβάνι και την ώρα της σφαγής η νοικοκυρά θα πρέπει να τα ρίξει πάνω στη σφαγή ενώ στο στόμα του χοίρου βάζουν ένα λεμόνι για να μένει ανοιχτό και να αερίζεται.
Στη συνέχεια τοποθετούν το χοιρινό ανάμεσα σε δύο ξύλα μεγάλα και αρχίζουν το «ξεπάστωμα». Όταν τελειώσουν όλους του χοίρους της γειτονιάς, αρχίζει το γλέντι ενώ την ίδια ώρα οι νοικοκυρές ξεκινούν να φτιάξουν λουκάνικα, τσιγαρίθρες και μπουμπάρια.
Ποδαρικό
Πολλοί άνθρωποι στη Φωκίδα, τη Φθιώτιδα και την Ευρυτανία ενδιαφέρονται ιδιαίτερα ακόμα και σήμερα, για το ποιος θα κάνει ποδαρικό στο σπίτι τους. ‘Έτσι, από την παραμονή λένε σε κάποιο δικό τους άνθρωπο, που τον θεωρούν καλότυχο και γουρλή, να έρθει την Πρωτοχρονιά να τους κάνει ποδαρικό. Μόλις μπει στο σπίτι τον βάζουν να πατήσει ένα σίδερο για να είναι όλοι σιδερένιοι και γεροί μέσα στο σπίτι στη διάρκεια του καινούργιου χρόνου. Η νοικοκυρά φιλεύει τον άνθρωπο που κάνει ποδαρικό για το καλό του χρόνου. Συνήθως του δίνει μήλα ή καρύδια και μια κουταλιά γλυκό κυδώνι ή ότι άλλο γλυκό έχει φτιάξει για τις γιορτές.
Στα χωριά της Εύβοιας το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία και ο νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι, για να το λειτουργήσει. Γυρνώντας σπίτι, πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας – δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του – και έτσι να είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι, για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη, για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: «με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά».
Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες, αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.
Πηγή: stereanews.gr